βουλοκέρι

βουλοκέρι
Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του χρησιμοποιείται για να σφραγίζονται δέματα, έγγραφα κ.ά. Από χημική άποψη, το β. είναι μείγμα από φυσικές ρητινικές ουσίες, όπως η τερεβινθίνη, το κολοφώνιο, η γομαλάκα και από ορυκτές, όπως η κιμωλία, ο ψημένος γύψος κλπ. Στη βιομηχανική παρασκευή, τα υλικά αυτά ζυμώνονται και προστίθεται το κόκκινο χρώμα του κοινού β., που προέρχεται από ανόργανες ενώσεις, όπως το κιννάβαρι, το μίνιο και το οξείδιο του σιδήρου. Γενικά, για όλα τα επιθυμητά χρώματα χρησιμοποιούνται ανόργανες ενώσεις ή και τεχνητά οργανικά χρώματα. Ανάλογα με τις βασικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του, διακρίνονται διάφοροι τύποι β., όπως το διαφανές, για φιάλες, για σφραγίσματα κλπ. Σιγίλιο από βουλοκέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουλοκέρι — το ειδικό κερί με το οποίο σφραγίζουν δέματα, επίσημα έγγραφα κ.ά., ισπανικός κηρός: Το έγγραφο ήταν σφραγισμένο με βουλοκέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • ρύπος — (I) ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α 1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.) 2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος …   Dictionary of Greek

  • τριβοηλεκτρισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται αντίθετα ηλεκτρικά φορτία σε δύο σώματα, όταν τρίβονται μεταξύ τους. Παρουσιάζεται στην τριβή μεταξύ στερεών ή μεταξύ υγρών και στερεών ή μεταξύ αερίων και στερεών. Στην περίπτωση μονωτικών σωμάτων, η… …   Dictionary of Greek

  • λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • αλύμαντος — η, ο απείρακτος, άβλαφτος: Οι σφραγίδες με το βουλοκέρι ήταν αλύμαντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλώνω — ωσα, ώθηκα, βουλωμένος 1. σφραγίζω με βούλα ή βουλοκέρι: Βούλωσα το γράμμα. 2. φράζω, κλείνω: Βούλωσε το μπουκάλι. – Μη βουλώνεις τ’ αυτιά σου σ’ αυτά που σου λέω. – Βούλωσε το στόμα σου και μη λες κουβέντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”